- λαχανεία
- λαχανείᾱ , λαχανείαculture of pot-herbsfem nom/voc/acc dualλαχανείᾱ , λαχανείαculture of pot-herbsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαχανεία — λαχανεία, ἡ (Α) [λαχανεύω] 1. καλλιέργεια λαχάνων 2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα … Dictionary of Greek
λαχανείας — λαχανείᾱς , λαχανεία culture of pot herbs fem acc pl λαχανείᾱς , λαχανεία culture of pot herbs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανείαις — λαχανεία culture of pot herbs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 341 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, προς την ανατολική ακτή, 79 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νότιας Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * λαχανιά, ἡ (Α) κήπος με… … Dictionary of Greek